-
1 ἐν-σκήπτω
ἐν-σκήπτω, ep. ἐνισκήπτω, darauf stämmen, schlagen, schleudern; ὁ ϑεὸς ἐνέσκηψε τὸ βέλος, der Gott schleuderte den Blitz darein, der Blitz schlug ein, Her. 4, 79; νόσον τινί, Einem eine Krankheit an den Hals werfen, 1, 105; – intrauf »hineinbrechen, sich worauf werfen, ἐνέσκηψαν οἱ λίϑοι εἰς τὸ τέμενος Her. 8, 39; ὁ κεραυνὸς ἐνσκήπτει εἰς τὸν βωμόν Plut. Aemil. 24; a. Sp.; von Krankheiten, befallen, νόσημα ἐς τὴν κεφαλὴν ἐνσκῆψαν D. Cass. 53, 29; τινί, Nic. Th. 23; Ael. H. A. 14, 27 u. a. Sp.; λιμοῦ ἐνσκήψαντος Schol. Ar. Plut. 1055.
-
2 ἐνσκήπτω
A hurl, dart in or upon, ὁ θεὸς ἐνέσκηψε βέλος [ἐς οἰκίην] the god darted his lightning on it, Hdt.4.79;τούτων ἐκγόνοισι ἐνέσκηψε ἡ θεὸς.. νοῦσον Id.1.105
; ἐνισκ. ἰόν v.l. in Nic. Th. 140, cf. 336 (v. ἐνσκίμπτω).II intr., fall in or on,ἐνέσκηψαν οἱ λίθοι ἐς τὸ τέμενος Hdt.8.39
;ἐν οἷς ἂν [δένδροις] ἐνσκήψῃ ἡ ἶρις Arist.Pr. 906b24
;κεραυνὸς ἐνσκήψας εἰς τὸν βωμόν Plu.Aem.24
;τινί Ael.NA14.27
;ὁκόσα κύστι καὶ νεφροῖσι ἐνσκήπτει Aret.SD2.2
;εἰς κεφαλήν D.C.53.29
: abs., Ruf.Fr.118; of love,εἴς τινα Alciphr.1.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνσκήπτω
-
3 ενσκηπτω
1) метать, бросать(τὸ βέλος Her.)
2) насылать(νοῦσόν τινι Her.; μανίαν τινί Plut.)
3) падать, обрушиваться(λίθοι ἐς τὸ τέμενος ἐνέσκηψαν Her.; κεραυνὸς ἐνσκήψας εἰς τὸν βωμόν Plut.)
ἐν οἷς ἂν ἐνσκήψῃ ἥ ἶρις Arst. — (место) по которому проходит радуга
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский